- σαγκοΐνο
- και σαγκουίνο, το, Ν1. κοινή ονομασία μιας παραλλαγής τής πορτοκαλιάς η οποία χαρακτηρίζεται από την εύχυμη και εν μέρει ή εξ ολοκλήρου αιματόχροη σάρκα τού καρπού της2. ο καρπός τής πορτοκαλιάς αυτής.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sanguin «αιματώδης»].
Dictionary of Greek. 2013.